Χρόνος έκδοσης: 2008
Εκδοτικός οίκος: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗΣ
Εξώφυλλο: Γιάννης Στύλος


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Η Ανδρομάχη πάει τρίτη γυμνασίου, έχει φακίδες στη μύτη (φρίκη!), μια μικρότερη αδερφή (σκέτος μπελάς!), μια μοντέρνα γιαγιά (πιο πολύ μαμά της), δύο Φι-Γάμα-Πι (και μία στο περίμενε), ανήκει στους «παρακμιακούς» της τάξης (επιλογή της!), δε νοιάζεται (τάχα μου!) για το «φακή» που της έχει κολλήσει η Νατάσσα (η «ωραία» της τάξης), είναι κρυφά (ναι, καλά!) ερωτευμένη με τον «κούκλο» του σχολείου και έχει μόλις βάλει σιδεράκια στα δόντια της (φρίκη Νο2!). Όμως μέσα σε λίγες μέρες συμβαίνουν γεγονότα που την ανεβάζουν ή την ρίχνουν, μα οπωσδήποτε την κάνουν να δει ορισμένα πράγματα με άλλο μάτι, όπως, για παράδειγμα, ότι είναι ευλογία να έχεις και αγόρια Φι-Γάμα-Πι.
Και για όσους δεν ξέρουν, Φι-Γάμα-Πι σημαίνει: Φίλος/η Για Πάντα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Σιδεράκια




ΓυρIζονταΣ σπιτι από τον ορθοδοντικό με τη μητέρα της, η Ανδρομάχη πέταξε μία ακατάληπτη λέξη προς το καθιστικό, όπου κάθονταν ο πατέρας της, η αδερφή της Σοφία και η γιαγιά Μαρία, και μετά όρμησε σφαιράτη στο δωμάτιό της κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της.
―Τόσο καλά! είπε η μητέρα της γενικά στον αέρα, προλαβαίνοντας την άχρηστη εκ των πραγμάτων ερώτηση πώς είχε πάρει η Ανδρομάχη τα σιδεράκια που της είχαν μόλις βάλει.
Η Σοφία κοίταξε κατσουφιασμένη προς την κλειστή πόρτα. Εκείνο το δωμάτιο ήταν και δικό της. Τι σημασία που το είχε πρώτη η Ανδρομάχη; Μόνο για δύο χρόνια είχε μείνει, άλλωστε, μόνο δικό της. Αφότου γεννήθηκε κι αυτή, το μοιράζονταν και οι δύο. Έκανε να πάει προς τα κει, αλλά η γιαγιά της από δίπλα τη συγκράτησε λέγοντας:
―Αργότερα!
―Δηλαδή, δεν μπορώ να μπω εγώ τώρα μέσα; γκρίνιαξε η Σοφία. Είναι και δικό μου δωμάτιο…
―Αργότερα! επανέλαβε η γιαγιά της χαμογελώντας. Άσ’ την λίγο μόνη.
Στο μεταξύ η Ανδρομάχη μέσα κει είχε πάρει τον κοκέτικο οβάλ καθρέφτη της και χαμογελούσε (λέμε τώρα) στον εαυτό της με σφιγμένα δόντια.
―Τώρα ήρθε κι έδεσε! μονολόγησε με τα χείλια πάντα τραβηγμένα σε λέμε-τώρα-χαμόγελο κι έφερε τη γλώσσα της ένα γύρο. Φακίδες ΚΑΙ σιδεράκια! Τι θέλω ακόμη για να μείνω αιώνια η πριγκίπισσα των μπακουριών; ρητορική η ερώτηση, φυσικά. Γυαλούμπες! Ναι! Που μπορεί ν’ αποκτήσω κι απ’ αυτές, γιατί ο μπαμπάς έχει μυωπία! Ποιος μου λέει ότι δεν έχω πάρει κι αυτό το γονίδιό του; Σ’ αυτόν δε λένε πως μοιάζω σε όλα; Τις φακίδες μονάχα ήθελα να ’ξερα από πού τις κληρονόμησα. Κανένας τους δεν έχει τέτοιες! Κανένας απ’ όσους ξέρω εγώ…
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό της. Ήταν η Όλγα, η πιο παλιά και πιο κολλητή από τις δύο Φι-Γάμα-Πί της. Ήθελε να μάθει αν είχε γυρίσει σπίτι.
―Ναι, γύρισα, απάντησε απότομα η Ανδρομάχη. Και μη ρωτάς πώς είμαι. Χάλια!
―Έλα, βρε Ανδρομάχη!
ΧA-λια! επανέλαβε τυμπανιστά. Και μη μ’ αρχίσεις ξανά μ’ εκείνη την έρευνα…
Η Όλγα είχε φέρει στο σχολείο την προηγούμενη βδομάδα ένα κοριτσίστικο περιοδικό, όπου έγραφε για μια έρευνα «τι θέλουν πραγματικά τα αγόρια». Πρώτα απ’ όλα, διότι αυτή η έρευνα έλεγε ότι το 94% των αγοριών θα έβγαιναν μια χαρά με ένα κορίτσι που φοράει γυαλιά (η Όλγα φοράει γυαλιά), αφού τα σωστά γυαλιά δίνουν και στιλ και ένα ιντελέκτουαλ ύφος (η Όλγα, λέει, τα έχει αυτά). Κατά δεύτερον, διότι αυτή η έρευνα έλεγε ακόμη ότι το 83% των αγοριών θα έβγαιναν μια χαρά με ένα κορίτσι με φακίδες (όπως η Ανδρομάχη), θεωρώντας αυτές τις φακίδες ως ένα χαρακτηριστικό γοητείας και μοναδικότητας! Και, κατά τρίτον, διότι αυτή η έρευνα έλεγε, επίσης, ότι το ίδιο ποσοστό των αγοριών (το 83% δηλαδή) θα έβγαιναν ομοίως μια χαρά με ένα κορίτσι με σιδεράκια (αυτά που θα έβαζε η Ανδρομάχη και που τα έβαλε, δηλαδή), δηλώνοντας ότι κανένα αγόρι δεν κολλάει σ’ αυτά, αν του αρέσει το κορίτσι πραγματικά, και, όσο για το ότι «βρίσκεις», όταν φιλιέσαι, μεγάλο ψέμα!
―Πάντως, σ’ εκείνο το περιοδικό που…, άρχισε παρά την προειδοποίηση η Όλγα.
―Σου είπα μη μ’ αρχίζεις μ’ αυτό! την έκοψε πάλι η Ανδρομάχη. Θα με δείτε, άλλωστε, αύριο και σεις τι χάλια είμαι. Άσε που δε θα μπορώ να φάω τίποτε πια στο σχολείο…
―Όχι, βρε παιδί μου! Πώς δε θα τρως! ανησύχησε η Όλγα, η οποία έτρωγε πάντα μία τυρόπιτα στο εικοσάλεπτο, κι ας σήμαινε αυτό +340 θερμίδες. Μια τυροπιτούλα…
―Ναι! Και να μου στέκονται υπολείμματα στα σιδεράκια και να είμαι ΚΑΙ αηδιαστική από πάνω!
―…
―Δε λέμε τίποτε τώρα, έτσι;
―Όχι, βρε…
―Χάλια, φιλενάδα! Αυτό σου λέω μόνο. Είμαι καταδικασμένη!
―Όχι, βρε…
―Καλά. Κλείνω, γιατί με καλεί άλλος. Θα τα πούμε αύριο. Γεια! και πήρε την άλλη γραμμή. Έλα! είπε βαρύθυμα αναγνωρίζοντας την κλήση της Μαρίνας, της δεύτερης Φι-Γάμα-Πί της.
―Η Μαρίνα είμαι.
―Το ξέρω, πάντα απότομη η Ανδρομάχη. «Αναγνώριση κλήσεων» σου λέει τίποτε;
―Γύρισες; ρώτησε εκείνη παρακάμπτοντας το σαρκασμό της.
―Ναι. Και, πριν ρωτήσεις κι εσύ, σου λέω ΧΑ-ΛΙΑ!
―Υπερβολές!
―Μαρίνα, θα τ’ ακούσεις τώρα! απείλησε την τρίτη της παρέας.
―Καλά, ό,τι πεις εσύ. ΟΚ, είσαι χάλια, λοιπόν.
―Ωραία φιλενάδα είσαι εσύ!
―Κατάλαβα. Δε θες κουβέντα τώρα. Φιλάκια! κι έκλεισε.
Η Ανδρομάχη άφησε το κινητό της στο γραφείο και πήρε ξανά τον καθρέφτη της, όπου συνέχισε τις δοκιμές για χαμόγελο-χωρίς-δόντια. Στο τέλος, μορφάζοντας απογοητευμένη, πέταξε τον καθρέφτη πάνω στο κρεβάτι της κι αναστέναξε με ύφος οσιομάρτυρα.
Το ίδιο ακριβώς ύφος είχε και στο τραπέζι αργότερα, όταν ρουφούσε τη σούπα της (σούπα είχε συμβουλέψει για βραδινό ο ορθοδοντικός), ψαχουλεύοντας καχύποπτα με τη γλώσσα το στόμα της αμέσως μετά από κάθε κουταλιά. Και με το ίδιο ύφος βούρτσισε τα δόντια της, πρώτη αυτή στην τουαλέτα όπως συνήθως αλλά χωρίς καμία γκρίνια εκείνη τη φορά από την αδερφή της, που δεν είχε –αυτή η τυχερή!– σιδεράκια. Και με το ίδιο ύφος τής ζήτησε μετά στο δωμάτιό τους να σβήσει το φως της και να μη διαβάσει τίποτε, γιατί αυτή δεν ήθελε να φαίνονται τα σιδεράκια της. Και η Σοφία τής έκανε τη χάρη· όχι τίποτε άλλο, αλλά να, το μάτι της… οσιομάρτυρα γυάλιζε επικίνδυνα!
«Άντε τώρα να με κοιτάξει ο Νίκος!» σκέφτηκε κατασκασμένη η Ανδρομάχη μες στο σκοτάδι. Ο οποίος Νίκος ήταν ο «κούκλος» του σχολείου –γυμνασίου και λυκείου– και «στόχος» όλων των κοριτσιών. Εκείνη όμως ήταν επιπλέον βαριά και κρυφά ερωτευμένη μαζί του από πέρυσι! «Όχι, δηλαδή, πως και πριν είχα περισσότερες ελπίδες…» διότι ο Νίκος τα είχε με τη Νατάσσα, την «κούκλα» της τάξης τους. «Και το σπάσιμο είναι ότι όλοι οι συμμαθητές μας είναι είκοσι πόντους κοντύτεροί μας και τελείως αλλού γι’ αλλού!» συνέχισε να σκέφτεται. «Όλο ηλεκτρονικά και ποδόσφαιρο ή γκράφιτι και σκέιτ-μπορντ! Όμως τη Νατάσσα την προσέχουν! Όλοι χαζεύουν τη δίμετρη Νατάσσα, που, όταν ανεβαίνει στον πίνακα, είναι λες και κάνει πασαρέλα!» 
Η Νατάσσα ήταν ψηλή, με φυσικά ξανθά μαλλιά μακριά, γαλανομάτα, με μύτη και στόμα τέλεια, και με κορμί αναλογιών μανεκέν. Και η Ανδρομάχη δεν ήταν καμιά άσχημη. Της το έλεγε συνέχεια η γιαγιά της. Και θα γινόταν πολύ όμορφη, όταν μεγάλωνε. Κι αυτό της το έλεγε η γιαγιά της. Αλλά εκείνη δεν την πίστευε. Πρώτα απ’ όλα, διότι η γιαγιά της ήταν σαν μαμά της, και οι μαμάδες βλέπουν τα παιδιά τους πάντα όμορφα. Υπήρχε και κοτζάμ μύθος γι’ αυτό – η κουκουβάγια με τα κουκουβαγιάκια της και τα λοιπά. Και μπορεί να είχε μια υπέροχη –πάντα σύμφωνα με τη γιαγιά της– μύτη, γαλλική και όλα αυτά, αλλά δεν έπαυε να είναι μια… φακιδομύτη! Που είχε και κρεατάκια, μάλιστα! Αλλά τουλάχιστον αυτά ήταν από μέσα. Το μόνο καλό με τις φακίδες της ήταν ότι μπορούσε, όταν βαριόταν, να παίζει πάνω τους το «ένωσε τις τελίτσες»! Όμως όλες τις άλλες ώρες ήταν απλώς φακίδες, φακίδες, φακίδες! Τι κι αν τα μάτια της ήταν γαλανά σαν του πατέρα της; Να, θα έβαζε όπου να ’ταν ματομπούκαλα! Τέτοια καντέμω που ήταν αυτή, δεν μπορεί να είχε αφήσει απ’ έξω τη μυωπία του πατέρα της. Και τα φουσκωτά της χείλια παίνευε η γιαγιά, αλλά, τι τα θες, όποτε δοκίμαζε να τους βάλει κοκκινάδι, έμοια-ζε με… «πεταλούδα της νύχτας»! Κι αυτό η γιαγιά το έλεγε! Και τα μαλλιά της άρεσαν στη γιαγιά, ακόμη και τώρα που τα είχε κοντά και «καρφάκια». Όλα πάνω της άρεσαν στη γιαγιά. Αλλά, είπαμε, ήταν σαν μαμά της. Εκείνη τις πρόσεχε, αυτή και τη Σοφία, από τότε που γεννήθηκαν, όταν η μητέρα τους έλειπε στη δουλειά. Αλλά, ακόμη κι αν δεν ήταν σαν μαμά της, πάλι θα της άρεσαν όλα πάνω της, διότι ό,τι είχε ήταν του πατέρα της και ο πατέρας της ήταν γιος της γιαγιάς. Κι επανερχόμαστε στο μύθο της κουκουβάγιας και τα λοιπά. Το μόνο που δεν άρεσε στη γιαγιά της ήταν τα σκουλαρίκια της· για την ακρίβεια, αυτά που είχε αρχίσει εφέτος να βάζει το ένα μετά το άλλο στο αυτί της. «Να δω τι θα κάνεις σαν δε θα υπάρχει ούτε χιλιοστό στο αυτί σου για τρύπα!» της είπε μια μέρα. «Μα θα επεκταθώ στο άλλο αυτί μου!» της είχε απαντήσει με φυσικότητα εκείνη, κάνοντας τη γιαγιά Μαρία να στρέψει αμίλητη το βλέμμα της στον Ύψιστο. Πού να της έλεγε ότι υπήρχε χώρος και στη μύτη και στα φρύδια και στη γλώσσα και στον αφαλό… 

Η συνέχεια στο βιβλίο...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου